- παραφουσκώνω
- παραφουσκώνω, παραφούσκωσα, παραφουσκωμένος βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παραφουσκώνω — 1. φουσκώνω κάτι υπέρμετρα 2. μτφ. α) μεγαλοποιώ, υπερβάλλω πολύ («μην τά παραφουσκώνεις τα κατορθώματά σου») β) εξογκώνω κάτι για να εξαπατήσω κάποιον («τόν παραφούσκωσες τον λογαριασμό») … Dictionary of Greek
οιδώ — οἰδῶ, έω, σπαν. και άω (Α) 1. σχηματίζω οιδήματα, εξογκώνομαι, φουσκώνω, πρήζομαι, είμαι πρησμένος 2. (για φυτό) αναπτύσσομαι 3. (για καρπό) διογκώνομαι, ωριμάζω («ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν», Πλούτ.) 4. μτφ. α) (για προσ.) i) είμαι… … Dictionary of Greek
σάττω — ΝΑ, και ιων. τ. σάσσω Α νεοελλ. σελώνω, σαμαρώνω μσν. καταβυθίζω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς, γεμίζω μέχρι επάνω («πᾱς δ ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ ἢ κωρύκους», Φερεκρ.) 2. παραφουσκώνω, παραγεμίζω 3. τακτοποιώ κάτι εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα… … Dictionary of Greek
υπερφυσώμαι — άομαι, ΜΑ [φυσῶ, ώμαι] μτφ. παραφουσκώνω, δείχνω μεγάλη υπεροψία («ὑπερφυσηθεὶς τὴν διάνοιαν», Βασ.) αρχ. φουσκώνω πάρα πολύ, διογκώνομαι (α. «τῆς κοίλης νοτίδος τῆς ὑπερφυσωμένης ἐν τοῑς κρουνοῑς», Βασ. β. «αἱ φυσαλίδες ὑπερφυσώμεναι ἐς μέγιστον … Dictionary of Greek
εξογκώνω — εξόγκωσα, εξογκώθηκα, εξογκωμένος, μτβ. 1. κάνω κάτι ογκώδες, το αυξάνω σε όγκο. 2. πρήζω, φουσκώνω: Απ το απόστημα του δοντιού εξογκώθηκε το μάγουλό του. 3. μτφ., μεγαλοποιώ κάτι, το παραφουσκώνω, το παραμεγαλώνω: Πολύ εξογκωμένα μας τα λες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)